ΤΟ “ΧΙΑΚΟΝ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΝ”

Στα πλαίσια της Διαθεματικής Προσέγγισης της Διδασκαλίας του μαθήματος της Γλώσσας αλλά και της διατήρησης των στοιχείων της τοπικής διαλέκτου, σας παρουσιάζουμε το Χιακό Λεξιλόγιο, το οποίο βρίσκεται στο ημερολόγιο 2007 του Ξενοδοχείου ERYTHA από τις εκδόσεις «άσπρη πέτρα».

·        (Β)ουλήματα: προφέρεται άνευ του αρχικού β. «Ουλήματα ?ναι» εννοούσιν ότι ο ήλιος πλησιάζει να δύσει.

·        (Ε)ματώ:βρίσκω τον στόχο, χτυπώ τον στόχο(με όπλο, με πέτρα κ.τ.λ.).φρ. «Ε μ? εμάτησες».

·        Αγαλώ: περιμένω. Συγγενεύει η λέξις αυτή μετά του συνήθους επιρρήματος, αγάλια αγάλια.

·        Αγγειάρα: μέγας πίθος ή αγγείον μετά του επιτακτικού άρα. Εν τοιούτοις αγγείοις φυλάττουσιν οι χωρικοί έλαιον, οίνον κτλ.

·        Άγναφος: επ? ανθρώπων και ζώων μη ειθισμένων εις κόπον. Η λέξις είναι  εκ μεταφοράς των εν βυρσοδεψείω δερμάτων, των μη εισέτι στερεοποιηθέντων, και επομένως ακαταλλήλων εις εργασίαν. Την αυτήν σχεδόν σημασίαν έχει καο το αγύμναστος.

·        Αζήγρι και συνηθέστερο αζήγρια τα:λεπτά, ξερά χόρτα, που παραμένουν στο χωράφι μετά τον θερισμό και είναι περιττά και ενοχλητικά.

·        Αθεώρατα:υπερμεγέθη. Εν Χίω, αθεώρατα καλούνται πάντα τα πανύψηλα και υπερμεγέθη κτίρια.

·        Ακαμάτεμα:ώρα αναπαύσεως κυρίως μετά μεσημβρίαν. Πολλάκις, η ώρα αναπαύσεως των εργατών εν ημέρα εργασίμω. Εκ του ρήματος ακαματεύω, είμαι οκνός.

·        Ακαμάτης:τεμπέλης.

·        Ακανεί:φθάνει, έρχεται. Τούτο κατά τον Κοραήν εχυδαϊσθη από το ρήμα ικανέω, το οποίον και ικανεύω λέγεται.

·        Αλάτσερος: ολόκληρος, ακέραιος, πολύ μεγάλος.

·        Αμάδα:Λεπτή πλατιά πέτρα (εν. μία αμά).

·        Αμάδιν:ομαδόν και ομαδήν, όλοι ομού δια μιας.

·        Αναβρακάτος:τολμηρός, αυθάδης, ανδρείος. Η λέξη παράγεται από του άνω και βρακία.

·        Αναγκαίο:καμπινές.

·        Ανάνταλλος:άσχημος, ακανόνιστος, ακαλλώπιστος. Νομίζω ότι συγγενεύει μετά της συνήθους φράσεως αλλ? αντ? άλλων.

·        Αναπινάδα:καλούσι την μαστίχη, η οποία βρεχομένη μιγνύεται μετά του χώματος και δυσκόλως καθαρίζεται.

·        Ανεμόχαλον:καλούσιν την περί τον ήλιον στεφάνην, φαινομένην ενίοτε περί την δύσιν αυτού. Το σημείον τούτο κατά τους εν Χίω γεωργούς, προαγγέλλει σφοδρόν άνεμον.

·        Ανήψητος:αυτός που δεν έχει μάθει να κάνει κάτι, που δεν αντέχει τη δουλειά.

·        Άξαμος:μέτρο για τα παπούτσια.

·        Αποβολιάρικον:ούτω καλείται η μαστίχη η ατάκτως συλλεγομένη, ήτοι το μικρόκοκκον μετά του μεγαλοκόκκου.

·        Αποζούρι:μικροκαμωμένο, ατροφικό.

·        Αποκουρίδια:Φρύγανα, κλαδιά. Εικάζω ότι είναι σύνθετον από την προθ. από και κουρίδια, κοινότερον κουρεύματα, αποκόμματα.

·        Αποσήδι(ν):ελαφρά υπολείμματα που βγαίνουν στην επιφάνεια όταν κοσκινίζουν σιτηρά. Τα δίνουν στα ζώα για τροφή.

·        Απωρού:Επιρρ. πριν να βραδιάσει. Φρ. «η δουλειά ήταν λίη τσαι τελειώσαμεν απωρού»

·        Αρτάνα:τόπος όπου φυτεύουν άνθη και εύοσμα φυτά.

·        Ασκέρι:πολύς κόσμος μαζεμένος χρησιμοποιείται και ο πληθ.ασκέρια.Πχ. Είμαι εδώ με το ασκέρι μου.

·        Ασλάνια:εν τοις καταστοίχης της Βολισσού τα μνημονευόμενα προικώα χρήματα, και αι τιμαί των πωλουμένων και αγοραζομένων κτημάτων, καλούνται οτέ μεν ασλάνια οτέ δε ασελάνια. Ορθή γραφή, αρσλάνια.

·        Ατζακάς:ο αγγειοπλάστης.

·        Άτσαλος:Σιτάρι ήτοι σίτος ακάθαρτος μετά χώματος και λιθαρίων μεμιγμένος. Άτσαλος εν Χίω καλείται ο ρυπαρός και ακάθαρτος.

·        Ατσίβικας:το τσιβίκι. Το τσιμπούρι, το γνωστό παρασιτικό έντομο.

·        Αφάκι:καλούσιν την συνοικία, ένθα κατοικούσιν οι πλουσιώτεροι και επισημότεροι πολίται. Πολλάκις ούτω καλούσι πάσαν ωραίαν εξοχικήν θέσιν.

·        Βαρυχνάς:νυχτερινός εφιάλτης, που προκαλεί ζωηρή δυσφορία στον ύπνο, βραχνάς. Από πολλούς θεωρείται πρόσωπο, κακός δαίμονας.

·        Βαστάι(ν):λεπτή υφασμάτινη ταινία, από την οποία κρεμάζεται ο τουρβάς κυρίως, τόσο μέσα στο σπίτι, όσο και σε δέντρο στην εξοχή και στο σκαρβέλι του σαμαριού κατά τη μεταφορά του .

·        Βεγγέρα:το ξενύχτι.

·        Βεζούντα:κατσαρόλα.

·        Βένιας:Λωλός.

·        Βερβελίζω:κουράζομαι, πχ. Τα βερβέλισα.(τα ?παιξα).

·        Βήσαλον:Εν τοις βορείοις χωρίοις της Χίου, βήσαλα καλούσι τα κεράμια, τας πλίνθους και τα τοιαύτα.

·        Βίτσα:λεπτή βέργα.

·        Βλάμα:χαζομάρα (συν.Βλάψιμο) π.χ. Αυτός έχει βλάμα στο κεφάλι.

·        Βλαττί:παιδική αρρώστια, γνωστή ως ιλαρά, που εκδηλώνεται με εξανθήματα και κόκκινες κηλίδες.

·        Βόστομα:κατασκεύασμα όμοιο με μικρό τσουκάλι ή μεγάλο πήλινο κύπελλο γιαουρτιού, το οποίο βάζουν στο στόμα των βοδιών όταν αλωνίζουν ή των φορτηγών ζώων όταν μεταφέρουν στάχυα, για να εμποδίζονται να τρώνε τα στάχυα και το περιεχόμενο σε αυτά σιτάρι.

·        Βουρβούλακας:βρικόλακας, φάντασμα. Πληθ. οι βουρβουλάτσοι.

·        Βουτσουβιά:κάλαθος οικιακός εντός του οποίου θέτουσιν αι οικοδέσποιναι, ποικίλα φιλεύματα δια τα τέκνα.

·        Βρουχισμένος:παραπονεμένος, μετοχή του ρήματος βρουχίζομαι.

·        Γαβάθα:η πήλινη βαθιά λεκάνη.

·        Γαυρίζει:καίει, λαυρίζει. Η σημερινή εν Χίω σημασία του ρήματος τούτου πιθανόν προέρχεται εκ της υπερβολικής καύσεως του ηλίου ,ήτοι έπαρσις, γαυρίασμα του ηλίου.

·        Γεροντοβόσκι:μικρό τμήμα της περιουσίας του, που διατηρεί στην κατοχή και την δικαιοδοσία του για συντήρηση ή γενικότερα, εξασφάλιση του ο ηλικιωμένος άνθρωπος αφότου μοιράσει στα παιδιά του την περιουσία του.

·        Γιάντα(ερωτηματική λέξη): γιατί; Φρ. Γιάντα α φύεις; «Είντα σου κάμα(μ)ε;»

·        Γιαπράι(ν):το ντολμαδάκι.

·        Γιουρούκης:αυτός που δεν συμβιβάζεται.

·        Γλυγούδια:τα παρ? ημίν συνήθως καλούμενα γλυγούδια εκαλούντο νώγαλα και νωγαλεύματα, ηδύσματα. Παρά τοις χωρικοίς της Χίου, γλυγούδια καλούνται ουχί τα νωγαλεύματα, αλλά τα τιμαλφή οικιακά πράγματα, ήτοι κοχλιάρια και πινακίδια αργυρά και επίχρυσα, κάτοπτρα και γυναικών κοσμήματα.

·        Γλυτσά: μόνο στον πληθυντικό και στη φράση: τα γλυτσά μου(σου, του, μας, σας κ.λ.π.) με πιάσαν, άρα έχω κακή ψυχική κατασταση, ευέξαπτη διάθεση.

·        Γλυτσάρης:ο συνήθως ευέξαπτος, ευερέθιστος, εριστικός.

·        Γούλα:η όρεξη(επιθ.γουλαρμιστός )πχ. Μια γούλα που έχει.

·        Γωνά-Εδωνά:εδώ. Η λέξις αύτη κοινή εν τω χωρίω των Ολύμπων και σημαίνουσα το εδώ, είναι η λέξις εδωνά, συνήθης εν όλη τη Χίω.

·        Δεκατίζω:μουντζώνω.

·        Δενδρούλλια: δέντρα. Υποκορ. δενδρύλλια.

·        Διαλιστήρα:η χτένα, τσατσάρα.

·        Διόξει:φρ. «όταν μου διόξει», ?ητοι όταν θελήσω, όταν αποφασίσω. Λέγουσι και «έτσι του ?δόξε», έτσι του εφάνη.

·        Διπούζα:μικρο σχοινί, με το οποίο δένουν δύο ομόπλευρα πόδια ζώου(αίγας, μουλαριού, κ.τ.λ.) ώστε να μπορούν να το αφήσουν λυτό, ελεύθερο και να μην απομακρυνθεί πολύ, ποδοπέδη, πέδικλο.

·        Διφούρκι:εργαλείο σιδηρούν κατά του οποίου ρίπτουσιν εις την κάμινον της ασβέστου, κλαδιά και ξύλα.

·        Διώμα(ν):περηφάνεια, εγωισμός. Φρ. «Αφ? το δίωμα της εν μιλεί καενού».

·        Δονά:εδώ.

·        Δρα(γ)άτης:ο αγροφύλακας.

·        Δροστατεί:ορθ. Υδροστατεί.Ύδωρ εκχυνόμενον εκ του τοίχου ή εξ? άλλου μέρους, σημασία ομοία του υδροχοεί.

·        Δρύμματα:Ελλ. δρύπτω. Σημειώνω την λέξιν τάυτην γνωστήν παρ? ημίν, σημαίνουσα τας έξ πρώτας ημέρας του Αυγούστου, ίνα προσθέσω ότι όχι μόνον δεν πλύνουσι τα φορέματα  έν Χίω τας ημέρας ταύτας, αλλά δεν κεντώσι τους σχίνους, φοβούμενοι μη τελείως μαρανθώσι. Οι σχίνοι κεντούνται  από μεσούντος Ιουλίου μέχρι  Σεπτεμβρίου..

·        Δύνομαι:έχω δυνάμεις, μπορώ. Αρχ. Δύναμαι.

·        Εδέτσι, Εέτσι και Εεδέτσι:έτσι ακριβώς. Φρ. «Εδέτσι μαθαίνουν γράμματα;».

·        Εμβασά- εμπασά:το δικαίωμα του χωρικού να εισέρχεται εις το χωράφι του δια ξένου κτήματος.

·        Έμπανα:η λέξη αυτή μαρτυρεί αδιαφορίαν: ας γίνει , δεν με ενδιαφέρει, αδιαφορώ. Φρ. «Έμπανα βρέξει. Το ίδιο μου κάνει.».

·        Ενετζέλευγε:εζήτει τι, εξήταζε.Προφέρεται ενίοτε και εντζέλουε.

·        Εξεκεράπισε η καρδιά μου:ήτοι απέσπασέ τι εκ καρδίας μου, όταν σε πρωτοείδα.Κελαρώνω είναι ρήμα εκ του κελαρίου.

·        Εξεστελλιώθηκα:εσάστησα, ηπόρησα, εφοβήθην.

·        Εσύντύχα τον:Εκ του ρήματος συντυγχάνω, τον συνήντησα, τον απήντησα, τον είδον. Ενίοτε τον ελάλησα, διότι οι συντυγχάνοντες πολλάκις λαλούσι προς αλλήλους.

·        Ετζίζω και (σπάνια) Ατζίζω:1. εφάπτομαι με κάοιον ή με κάτι. Φρ. «Μη μ?ατζίζεις. Τα σπίθκια μας ετζίζουνε».        2. κλέβω μικροαντικείμενα ή μικρήν ποσότητα προϊόντων.

·        Ευτασά:τάξις, ησυχία. Εικάζω ότι η λέξις αύτη είναι Ελληνική ευταξία, καλή τάξις, ευπείθεια εις τους νόμους.

·        Εωνά:εδώ, εδωδά, σ? αυτό το μέρος.

·        Ζαβλακώνω και Ζεβλακώνω: 1. προξενώ οξύ πόνο, δέρνω πάρα πολύ 2.καθιστώ (προσωρινά) ανάπηρον, αδύναμον.

·        Ζευγ(κ)ιά:έκταση γης, όση κανονικά οργώνεται σε μια μέρα.»Εγόρασα έναν χωράφι δυο ζευγιές».

·        Ζοχάδα:θυμός.

·        Ζύα:ομάδα οργανοπαιχτών. Φρ. «τις αποκριές α? χο(μ)εν τρείς ζύες μες΄στο λιβάδιν».

·        Η αλαβέτα:  ο ανελκυστήρας.

·        Η γούρνα:ο νεροχύτης.

·        Η ζουλαγριά:η ζηλιάρα.

·         Η κόξα: η μέση, η ραχοκοκαλιά.

·        Η κόρδα :δοκάρι στη μέση του σπιτιού.

·        Η κούφα:το κοφίνι.

·        Η λαζέτα:κανονικό, ίσιο μαχαίρι.

·         Η λόπαση: λιποθυμία από τη ζέστη.

·        Η ματζαούρα:εκεί που τρώνε τα ζώα(συνήθως η φάτνη).

·        Η μεγιαούρα: το φάντασμα.

·        Η μπουσουλέτα:ο κουμπαράς.

·        Η μπούφα:η βρώμα.

·        Η πατάσα:η πλατεία στο πυργί.

·        Η πιάτσα:η πλατεία στην Καλαμωτή.

·        Η προστέλα:η ποδιά.

·        Η σίκλα:ο κουβάς.

·        Ήμερα:Λέξις αγροτική, συνήθως ευρισκόμενη μετά της χέρσα .Ούτω καλούνται τα καλλιεργούμενα χωράφια και τα καρποφόρα δένδρα.

·        Θεριά:θυρίδα, ντουλάπι δίχως πόρτα μέσα στον τοίχο.

·        Θράψα:γεωργικό εργαλείο, ξύλο μακρόστενο και πλατύ που στα δ?υο του άκρα έχει κρίκους, που χρησιμεύουν για να τη συνδέουν με σκοινί με τον ζυγό σε μικρή απόσταση από τα οπίσθια των βοδιών.

·        Θρούπα:ελιά( καρπός), που ωρίμασε πάνω στο δέντρο και έπεσε ώριμος στο έδαφος. Οι θρούπες δεν είναι λείες, είναι πολύ εύγεστες και έτοιμες για φάγωμα, χωρίς να είναι ανάγκη να παραμείνουν σε άλμη ή σε ξύδι επί κάποιο χρονικό διάστημα. Τις λένε και  θρουπολιές στο πυργί.

·        Ίντα και είντα:τι? Κατά τον Κοραήν το είντα εγεννήθη από το «τι εν το» ή «τι εν τα».

·        Ινταντούο:τι είναι αυτό.

·        Κάγκαβο:η σιδερένια στρόφιγγα, στην οποία στηρίζονται οι πόρτες και τα παράθυρα.

·        Καζίτσι:μικρό γεωργικό εργαλείο, με το οποίο φυτέυουν διάφορα μικρά φυτά, κυρίως καπνά αλλα και λάχανα, ντοματιές , πιπεριές και κηπουρικά γενικώς.

·        Κάκαρο(ν):το πετρώδες και άγονο πλαγιοχώραφο.

·        Κακνί:μεταφορικά, ο αδύνατος πχ. Αδύνατος σαν κακνί.

·        Κακοσορτιές:οι αναποδιές.

·        Καλαθαριά:καλαμένιο σκέυος, ιδιότυπο καλάθι, με κυκλική βάση και πλάγια συγκλίνοντα, ώστε να καταλήγουν σε κυκλικό άνοιγμα αρκετά μικρότερο από πιάτο. Χρειάζεται για να βάζουν σε αυτό φρέσκο τυρί, να το κρεμάζουν σε ευάερο σημείο, ώστε να στεγνώνει το περιεχόμενο χωρίς να κινδυνεύει να το επισκεφτούν μύγιες ή άλλα ανεπιθύμητα όντα. Λέγεται και καλαθούνια.

·        Καμιζόρι(ν):μικρό, πάντοτε μαύρο, γυναικείο ένδυμα, που καλύπτει μόνον τον αυχένα και τα δύο χέρια. Το φορούν οι γυναίκες που πενθούν. Καμιζόριν είχε και ηανδρική Πυργούσικη φορεσιά.

·        Καμμύζω ή Καμμύω:κλείνω άθελα και ασυναίσθητα κατά διαστήματα το ένα από τα δύο μάτια, το ίδιο πάντοτε.

·        Κανεύω:στοχέυω (συν.μοιρώνω).

·        Καρκαλούσα:ανεξαρτήτως φύλου μεταμφιεσμένος την περίοδο της Αποκριάς, μασκαράς. Συνήθως ήταν άντρες, σπάνια γυναίκες.

·        Καρκαλούσης:ο καρνάβαλος(οι καρκαλούσοι,-τα καρναβάλια).

·        Καρόνω:Ελλ.καρόω, επιφέρω κάρον (σκότοσιν καρηβαρίαν), ζαλίζω. Η Χιακή λέξη αύτη σημαίνει όχι μόνον την κάρωσιν εκ ψύχους, αλλά και την ταραχήν προερχομένην από γέλωτα υπερβολικόν.

·        Καρπισερά :χωράφια και δένδρα πολλούς καρπούς παράγοντα. Πιθανόν εκ του καρπίζω.

·        Καρτέρι:εκ του ιταλικού quartiere, και του quartoτεταρτον. Quartiereεκαλείτο ο τρίμηνος μισθός, ήτοι το τέταρτον, και ακολούθως δώρο γενναίον. Όθεντο Χιακόν καρτέρι, κόμμα μέγα. «Του έδωκε ένα καρτέρι ψωμί», ήτοι μέγα άρτου κομμάτιον.

·        Καρύκι:μακρύ ξύλον των αλιέων. Επί της άρκας δένουσι δίκτυον, δια του οποίου αλιεύουσι μικρά ιχθύδια, καρίδας και τα όμοια.

·        Καρώνω:1. φοβούμαι πολύ, δειλιάζω.2. πεθαίνω από το κρύο κυρίως ή από άλλες κακουχίες, όχι φυσιολογικά ή από ασθένεια

·        Κάτα:η γάτα.

·        Καταλιμπάνω:Η λέξις αύτη η Ελληνικώτατη παρέμεινεν εν Χίω άνευ της ελαχίστης αλλοιώσεως. Ελλ. Καταλιμπάνω, καταλείπω, αφήνω, παραιτώ.

·        Καταμιτώνω:κουτσομπολέυω( ουσ. το καταμίτωμα).

·        Καταχνιάζομαι:νυστάζω, τείνω προς ύπνον. Καταχνιά, ομίχλη, ζόφος, αχλύς. Καταχνιάρης, ζοφερός, ζοφώδης. Καταχνιάζεται εκ του καταχνιά σημαίνει τον σκοτιζόμενον, ως πάντα άνθρωπον εν καταχνία ευρισκόμενον.

·        Κατήνα:η τρύπα  από την οποία βάζουμε το κλειδί  στην κλειδαριά.

·        Κατουμάδα:μπόγος, σύνολο ρούχων τοποθετημένων με περισσότερην ή λιγότερην τάξη το ένα πάνω στο άλλο και προρριζομένων για μεταφορά προς πλύση ή πλυμένων και καθαρών και προοριζομένων για σιδέρωμα.

·        Καυτσί(ν):μούσκεμα, βρέξιμο ως το κόκαλο, διαβροχή. Φρ.»Εν προσέχεις τσαι μ? έκαμες κατσίν». Από το κάτης(γάτος), υποκορ.. κατσί>γατί. Σαν βρεγμένη γάτα.

·        Κίλικας:χονδρόν τρίχινο ύφασμα, το καλούμενον εν τίσι μέρεσι της Χίου κιλίμιον, Τουρ. Κιλίμ. Περίεργος είναι η σημασία της λέξεως ταύτης. Εισέτοι εν πολλαίς μέρεσι της Χίου και άλλαις χώραις, η νόσος καλουμένη κίλικας το πάλαι κνιδή, θεραπεύεται δια της εντριβής χονδρών τρίχινων υφασμάτων κυρίως μαλλίνων σάκκων , εντός των οποίων εισήρχετο ο πάσχων.

·        Κόμπωμα:διάφορα είδη φαγητών. Φρ. «Έχομεν λίγο κόμπωμα να φάμενε;».

·        Κοπανίδα:ξύλινο αντικείμενο, με το οποίο κοπανίζουν τα ρούχα σε κάποιο στάδιο του πλυσίματος.

·        Κοπέλι:άτομο μικρής ηλικίας, παιδί, αγόρι που προσελήφθηκε ως υπηρέτης για να εκτελεί εύκολες γεωργικές εργασίες.

·        Κοραχανία:σαχλαμάρα, ανοησία, αρλούμπα.

·        Κόρδα:1. σιδερένια βέργα, πάχους δύο περίπου ιντσών, κυλινδρική, που, όταν έχτιζαν κατοικία, την τοποθετούσαν στο μέσο και κάθετα προς δύο παράλληλους τοίχου, σε ύψος περί τα τρία μέτρα, συνήθως για να κρεμάζουν διάφορα αντικείμενα και κυρίως ντοματάκια σε μάτσες ή άλλα φαγώσιμα τα οποία έπρεπε να αερίζονται.2.χορδή μουσικού οργάνου.

·        Κούκουδο(ν):1. κόκκος, σπυρί μικρού καρπού 2. εξάνθημα, σπυρί.

·        Κουκούμι(ν):μέρος υπήνεμο, που δεν το χτυπά ο άνεμος και επομένως λιγότερο ψυχρό.

·        Κούλα:λέξις τουρκική, κουλέ, πύργος.

·        Κούλοθρο(ν):το μικρό παιδί, δύο έως πέντε ετών.

·        Κουντουρίδι:ο καρπός της κουντουριδιάς, της χαρουπιάς, το χαρούπι, το ξυλοκέρατο.

·        Κουντουριδια:το δένδρο που παράγει κουντουρίδια, η ξυλοκερατιά.

·        Κουντουφλώ:σκοντάφτω, προσκρούει το πόδι μου σε ανωμαλία του δρόμου.

·        Κουρκούτη:πρόχειρο, φτηνό και θρεπτικό φαγητό, που ψήνεται στο τηγάνι και παρασκευάζεται με αλεύρι, νερό και λάδι. αλλού το λένε αλευριά.

·        Κούρταλο:ξερό πχ. Τα ψωμιά κουρταλιάσανε.

·        Κουτσουγιά:μεταφορικά το λίγο.

·        Κούφακας:ο βάτραχος.

·        Κοφεύγω:αποφεύγω να κάνω κάτι πχ. Να μην κοφεύγετε.

·        Κρεμός:ογκώδης λίθος. Εντός της χώρας σώζεται οδός καλουμένη Εγκρεμός, παράλληλος ετέρας άλλης καλουμένης Απλωταριά ή Απλωταρέα.

·        Κρουσουμιά:η λιποθυμία.

·        Λαλώ:φεύγω, τρέχω. φρ. «λάλε από δω» φύγε απ΄εδώ. Το ρήμα πιλαλώ και επιλαλώ είναι το ρήμα λαλώ μετά της προθέσεως επί, ήτοι παροτρύνω το υποζύγιον ίνα προοδεύση, είτε διά φωνής είτε διά μάστιγος.

·        Λάμπος:τα καθαρά ρέοντα ή λιμνάζοντα ύδατα, εκ του ρήματος Λάμπω.

·        Λαντουρίζω-Λαντουρώ:Φρ. «λαντούρισε το», πάντισε το, βρέξε το φόρεμα, το πρόσωπο σου, κτλ. Ελλ. ραίνω, ραντίζω.

·        Λιμασμένος:πεινασμένος.

·        Λιμπάς:σχοινίον εκ χόρτων, κυρίως βρύων περιπλεγμένον, κρατούν τους κάδους ή τοις σίκλας του μαγγανοπηγάδου.

·        Λυμπίζομαι: μου αρέσει, θαυμάζω κάτι.

·        Μανίζω- Μάνισμα:θυμώνω, οργίζομαι. Εκ της Ελλ.μανία, εσχημάτισαν οι χίοι το ρήμα τούτο.

·        Μανίζω:νευριάζω, θυμώνω(ουσ. μάνισμα)

·        Μαντατεύω:προδίδω.

·        Μαργώνω:παγώνω πχ. μάργωσαν τα χέρια μου.

·        Μαχμουρλής:ο αγουροξυπνημένος.

·        Μεζάς:οικία εν τη οποία συνεδρίαζαν οι πάλαι δημογέροντες του νησιού.

·        Μελάγγη:μέλαινα γη, κυρίως εν τω κάμπω, ένθα καλλιεργούνται  τα εσπεροειδή δένδρα. Ελλ. Μελάγγαιος και μελάγγειος, του οποίου η γη είναι μέλαινα.

·        Μισσές:ούτω καλούσι τον ιατρόν οι κατοικούντες την χώραν Καστρινοί, ήτοι ο κατ? εξοχήν κύριος. Εκ του ιταλ. των γενουησίων Messer, λέξεως παραγομένης εκ του Μonsignore, Γαλλ. Monsieurκτλ. κοινοτάτης εις πάντα τα έγγραφα ταφορώντα εις τα της χώρας, καθ? όλην την κυριαρχίαν των γενουησίων.

·        Μο(υ)χτερόν ή και μοχτερόν:ο χοίρος. Ο Κοραής αναφέρει τα ποικίλα του ζώου τούτου ονόματα, μουκτερόν, μόχτηρον, λαχτένδον και γουρουνάκι.

·        Μοιρώνω :στοχεύω.

·        Μούρκι και μούλκι: Ούτω καλούσι οι Χίοι τας εξοχικάς επαύλεις των εν τη Χώρα κατοικούντων. Η λέξις είναι Αραβική, μίλκ και μούλκ, κυριαρχία βασίλειον, ιδιοκτησία, κτήμα.

·        Μπαγιάρω:περιγελώ, σκώπτω. Ιταλ. Baja, bajata, δόλος, απάτη.

·        Μπόξι: κατσαρόλι με ένα χέρι.

·        Μπούρμπουλας:πήλινο σταμνί με ένα χέρι.

·        Μπρίλα:κάτι το καθαρό πχ. ΠΜπρίλα είναι το νερό.

·        Νεσύρω:παίρνω νερό από το πηγάδι.

·        Ξεβακκιάζω:τελειώνω υπόθεσιν τινα ξεμπερδέυω. Αν δεν απατώμαι, εδώ έχομεν το Ελλ. Βακχιάζω, συνώνυμον του Βακχέυω, πανηγυρίζω την εορτήν του Βάκχου, είμαι ή φέρομαι ως ενθουσιασμένος.

·        Ξεθερμώ:πλένω τα πιάτα.

·        Ξελαγαρίζω:ορθ. Εκλαγαρίζω, καθαρίζω. Από το λαγαρός, συνώνμον του λαπαρός, από το Λαπάσσω, λέξην ιατρικήν, σημαίνουσαν το κενόνω και ακολούθως μαλακύνω ή ισχαίνω.

·        Ξενερίζω:εκνερίζω,κοινώς σημαίνει ύδωρ χυνόμενων έξω του υδραγωγείου ή των σωλήνων της κρήνης. Εν Χίω συχνά λέγεται περί ανθρώπων εξερχομένων της ευθείας οδού, και εκδοτών εις κραιπάλην και ετέρας ασωτείας.

·        Ξεροχαμνιέμαι:χασμουριέμαι.

·        Ο ανεφακάς:το πρόστιμο.

·        Ο αποξετάρης:οαπέξω.

·        Ο αταγιάντιστος:αυτός που δεν υποφέρεται (ταγιαντώ, αντέχω).

·        Ο κούκος:ο σκούφος, το καπέλο.

·        Ο κύρμιλης:ο ποντικός.

·        Ο μακαράς:το καρούλι.

·        Ο μαστραπάς:η κανάτα.

·        Ο μουζαλιάς:ο κακομοίρης

·        Ο μουζεφίρης:ο ψεύτης.

·        Ο μπεζεβέγκης:αυτός που προσπαθεί να ξεγελάσει τον άλλον.

·        Ο μπουγάς:το αρσενικό βόδι.

·        Ο παρής:ο νονός.

·        Ο φουκλάρος:το φουγάρο(κυρίως καμινάδα).

·        Ο χανικολός:το μεγάλο κοφίνι.

·        Οι μιρατζούες:οι γύφτισσες.

·        Οργίδια:ουρές ζώων.

·        Ορνιθοσκουτούφλι:αρρώστια των κοτών, μετ .αρρώστια των ματιών.

·        Ούργιος:χαζός.

·        Ουριάζει και Ουργιάζει:κλαίει, οδύρεται.

·        Οφτός:ψητός πχ.Οφτά ψάρια.

·        Παγκέτα:καρέκλα.

·        Πακιαρίζομαι:ασχολούμαι με τα πάντα, συναναστρέφομαι.

·        Παλατώνω:καθαρίζω καλά.

·        Παρτικουλέρνω:υποστηρίζω.

·        Πατικιές:πέτραι δια τα πατώματα των οικιών.

·        Πάτσικα:καλούνται των επί των δέντρων νοσούντα λεμόνια.

·        Πάχνα  Πάχνα: πάχνα  πάχνα φύγε μη σε δει κανείς, ήτοι μετά προσοχής ή φόβου φύγε.

·        Πελεκίζω:τρώω.

·        Πέρπυρα:τα γνωστά Βυζαντινά νομίσματα λαλούμενα υπέρπυρα, από το πυρρός το οποίον σημαίνει το φυσικό χρώμα του χρυσού.

·        Πιτούμι:μούσκεμα.

·        Ποκορδίζομαι:τεντώνομαι μετά τον ύπνο.

·        Ποντίζω:γκρεμίζομαι.

·        Πούετι:πουθενά (η πουέτα).

·        Πουζού:Η τσέπη από το γαλλικό poche.ο Κοραής παράγει αυτή τη λέξη από το εμπήγω, μπόγος ή μπήγος.

·        Πούλουδο:λουλούδι, μετ. ειρωνικά για το καλός.

·        Προβεντί:κοινότατη λέξη σημαίνουσα την επικαρπίαν, δηλαδή, το όφελος από την καλλιέργεια των αγρών. Η λέξη είναι ιταλική, provenda, τροφή των ζώων κυρ των βοών.

·        Πρόρρος:καλείται ο μούστος, ο αυτομάτως εκρέων προ της θλίψεως των σταφυλών.

·        Πυξάρι- πηξάρι:ούτω καλούσι τους κλάδους εκκοπτομένουςαπό τους σχίνους και εμπηγομένους εις την γην δια νέαν των σχίνων φυτείαν.

·        Ραγοί:μεγάλες σχισμές των αγρών και των βουνών. Σπάσιμον, σχισμάδα από το Ελλ. Ρήσσω.

·        Ρέομαι:μου αρέσει κάτι πχ. Δεν θα σε ρέουνται οι άνθρωποι.

·        Σαγίον:φόρεμα, ρούχο. Η χιακή σαγίον υποκοριστικό του σάγος ακουόμενη εν τη΄λεξη σαγολαίφα, κοινώς σακολέβα, είδος πλοίου.

·        Σαχλός:καλείται ο εφθαρμένος καρπός των καρυδίων. Φρ. «σαν σαχλό καρύδι είσαι». Κατά τον Κοραήν  η λέξις είναι σαχνός, αδύνατος, το αυτό και το ψαχνός.

·        Σημαντικά:καθαρά Ελληνικά(συνήθως Αθηναίικα)πχ. Μίλα μας σημαντικά.

·        Σικλιά-Σίκλα-Σικλί:οι κάδοι οι πληρούμενοι ύδατος και εκχύνοντες αυτό εν τη ναυκούλα, κειμένη ενώπιον του τροχού  του μαγγάνου. Σίκλα είναι η Λατ. Situla εξηγούμενη κάδος, δια του οποίου αντλείται ύδωρ.

·        Σιλιμπουρές:οι αποσκευές.

·        Σκάλεθρο:το σίδερο που τρίβουν τον φούρνο.

·        Σκαλόθρυπα:τρύπες στα σπίτια.

·        Σκιάς:πονηρός, δύστροπος. Φρ. «Είναι ένας σκιας που του πρέπει κρέμασμα».

·        Σκλιβόνω:περιτρίβω το κονίαμα της οικίας ίνα το στιλβώσω. Ελλ. Στίλβω, λάμπω, ακτινοβολώ, υαλίζω.

·        Σκορδαψούς:αρρώστια των ματιών των ζώων.

·        Σκουλούμπροι:φυτά ακανθώδη νοστιμώτατα, παντού εν χίω φυόμενα.

·        Στάνγκα:το σίδερο που κρατάει την πόρτα.

·        Στράνιος: αυτός που δεν συμβιβάζεται(συν. Γιουρούκης).

·        Συβαρίζομαι:ενδύομαι καλώς και ευπρεπώς. Ενδύομαι καλά, ίνα προφυλάττωμαι από το ψύχος.

·        Σύγχριστος:ακάθαρτος, ρυπαρός.

·        Τα μπασάτια:τα πράγματα(συνήθως οι βαλίτσες), τα κουζινικά σκεύη.

·        Ταγιαντώ:αντέχω.

·        Τακίμι:ασορτί.

·        Το κατσούνι:στριφτό μαχαίρι.

·        Το καφαρτί:το δεκατιανό.

·        Το κάωμα:στο πληθ. πιάτα, ποτήρια, κατσαρολικά.

·        Το κουδούμεντο:το μαγικό.

·        Το κωλοκούμπι:η καρέκλα.

·        Το λαούμι:εσωτερικός διάδρομος σπηλιάς.

·        Το λιβάι:πλατεία(στα Αρμόλια).

·        Το ξάτο:ταράτσα.

·        Το πιτσιθρώνι:μικρό, λεπτοκαμωμένο.

·        Το πυρομάχι:το τζάκι.

·        Το συναγώι:το σόι, ράτσα, συγγενείς.

·        Το τουρβάι:πάνινο σακουλάκι.

·        Τούφες:επιδείξεις, μεγαλεία. Φρ. «θένε τούφες», επιθυμούσι να δεικνύονται. Η λέξις αυτή είναι η γνωστή Ελλ..τύφος, καπνός, ατμός, οίησις, έπαρσις, καπνός κενοδοξίας, φαντασία.

·        Τράφος:Ελλ.τάφρος.ούτω καλούσι τας άκρας, ή τας γωνιάς των χωραφιών, ένθα φύονται πλείονα και καλύτερα χόρτα δια την τροφήν των κτηνών.

·        Τρούλα-Τραβάκ:λέξις συνηθέστατη, εξ της βυζαντινής τρούλος, τρούλλος θόλος, όθεν  τουρλώνω και τρουλόνω, γεμίζω αγγείονή κόφινον υπέρ το δέον.

·        Τσαμούζα: ογκώδες αντικείμενο(χρησιμοποιείται μεταφορικά).

·        Τσανάτσα:κατσαρόλες, πιάτα, ποτήρια.

·        Τσάτσα:μήτηρ. Λέξις κοινή εν τη χώρα και τοις χωρίοις.Η λέξις είναι βυζαντινή. Τάτας πατήρ, τάτα μητηρ.

·        Τσουκιά:καρπαζιά (μετ .μεγάλος, λογαριασμός).

·        Τσουνιά:κλωτσιά(συνήθως γαϊδάρου).

·        Φαίνω:πάω και έρχομαι.

·        Φοραντζίδια:οι παίδες οι μεταφέροντες, τα εν ταις φόραις πορτογάλλια εις τα αποθήκας.

·        Φροκαλιά:σκούπα.

·        Χλαπουρίζω:τρώω με λαιμαργία.

·        Ψακί:δηλητήριο.

·        Ψίκι:το εν τη βυζαντινή ιστορία πολλάκις αναφερόμενον οψίκιον, υπηρεσία, ευεργεσία, εκ του Λατ. Obsequium, υπηρεσία, φιλοφρόνησις, εκ του ρημ. obsequor, υπηρετώ, φιλοφρονώ. Εν τισι μέρεσι της Χίου, μετά τον ενταφιασμόν του νεκρού διανέμουσι εις τους παρευρισκομένους, άρτον, τυρόν και εν ημέραις νηστείας, άρτον, χαβιάρι και έτερα εδέσματα κατάλληλα. Τούτον είναι το καλούμενον ψίκι, σημαίνον ευεργεσίαν περιποίηση.

·        Ώγου ή Ωγού:επιρ. σχετλιασμού, και πολλάκις θαυμασμού, άλλοτε προφέρεται ώχου. Κατά τον Κοραήν, το ώφου είναι το γενικώτερον ω φευ.